συνδικία

συνδικία
η должность, время пребывания в должности, тж. обязанности синдика (см. σύνδικος 2)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "συνδικία" в других словарях:

  • συνδικία — η, ΝΑ [σύνδικος] νεοελλ. 1. η δίκη ενός ατόμου ή η εκδίκαση τής υπόθεσής του μαζί, ταυτόχρονα με άλλον ή άλλους 2. το αξίωμα και τα καθήκοντα τού συνδίκου ή και το χρονικό διάστημα τής θητείας του αρχ. υπεράσπιση ενός ατόμου ενώπιον δικαστηρίου,… …   Dictionary of Greek

  • συνδικίας — συνδικίᾱς , συνδικία advocacy fem acc pl συνδικίᾱς , συνδικία advocacy fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδίκη — ἡ, Α [σύνδικος] συνδικία* …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»